Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Δυσαριθμησία




Η αδυναμία που παρουσιάζουν κάποια παιδιά ως προς την ανταπόκριση στις απαιτήσεις ορισμένων σχολικών μαθημάτων, παρά την απουσία κάποιου εμφανή αιτιολογικού παράγοντα και με παράλληλη επίδειξη επαρκών ικανοτήτων σε άλλους σχολικούς και μη σχολικούς τομείς, αποτελεί αντικείμενο διεξοδικής έρευνας εδώ και αρκετές δεκαετίες. Παρόλο που η έρευνα αυτή είχε κυρίως επικεντρωθεί στις δυσκολίες που εμφανίζονται στους τομείς της ανάγνωσης και της γραφής, τελευταία έχει στραφεί συστηματικά στις δυσκολίες που παρουσιάζονται στον τομέα των μαθηματικών.



Η δημοσίευση του ερευνητή R.Cohn (1961) σηματοδότησε την αρχή του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος των ερευνητών για τα παιδιά με ιδιαίτερες δυσκολίες μάθησης στα μαθηματικά και ο όρος που προτάθηκε για την ειδική αυτή δυσκολία ήταν «δυσαριθμησία» (dyscalculia).



Στη συνέχεια ακολούθησαν πολλές έρευνες και δημοσιεύσεις που στόχευαν στη διερεύνηση αυτής της μαθησιακής δυσκολίας. Σύμφωνα με τα κριτήρια του Διαγνωστικού Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Ένωσης (DSM IV) (Γκοτζαμάνης, 1994) η μαθηματική επίδοση των παιδιών που παρουσιάζουν τέτοια δυσκολία είναι ιδιαίτερα χαμηλή και δεν οφείλεται σε χαμηλή νοημοσύνη, ακατάλληλες σχολικές συνθήκες, αισθητηριακές βλάβες ή συναισθηματικές δυσκολίες. Υπάρχουν ιδιαιτερότητες στον γνωστικό μηχανισμό των παιδιών που συντελούν στην δυσκολία κατανόησης, κατάκτησης και επεξεργασίας των αριθμητικών δεδομένων και διαδικασιών.



Οι Bryant, B., Bryant, D. και Hammill, D. (2000) παρουσίασαν σε έρευνά τους τα χαρακτηριστικά των παιδιών με δυσαριθμησία συνδυάζοντας ερευνητικά ευρήματα με στοιχεία από την καθημερινή σχολική πραγματικότητα.

Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή οι πλέον συχνές αναφερόμενες δυσκολίες είναι οι εξής:

• Λάθη κατά τη γραφή αριθμών.

• Δυσκολίες στην αντίληψη και στη γραφή των αριθμητικών συμβόλων.

• Αδυναμίες στην ανάκληση των ονομάτων των αριθμών.

• Αδυναμία στην κατάκτηση και αυτόματη ανάκληση των αποτελεσμάτων των πράξεων με μονοψήφιους αριθμούς.

• Λανθασμένη τοποθέτηση των αριθμών στο χώρο (κάθετες πράξεις).

• Λάθη σε πράξεις που απαιτούν μεταφορά ποσοτήτων και/ ή αναδόμηση αριθμών (π.χ. πρόσθεση με κρατούμενα, αφαίρεση με δανεισμό).

• Λάθη σε πράξεις με πολλά βήματα (πράξεις με πολυψήφιους αριθμούς).

• Δυσκολία στην εκτέλεση διαδικασιών με πολλά στάδια (ακολουθίες ενεργειών) όπως τα σύνθετα λεκτικά προβλήματα με περισσότερες από μία πράξεις.

Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων λαθών είναι:

Αξίζει να σημειωθεί ότι η δυσαριθμησία αποτελεί ένα σύνολο χαρακτηριστικών που συνυπάρχουν και ότι κάποια μεμονωμένη δυσκολία δε συνιστά αυτόματα τέτοιου είδους μαθησιακή δυσκολία. Επομένως αν ένα παιδί παρουσιάζει μια από τις παραπάνω αναφερόμενες δυσκολίες, αυτό δεν αποτελεί επαρκή συνθήκη για να ενταχθεί στη μαθησιακή δυσκολία της «δυσαριθμησίας».



Σύμφωνα με την έρευνα του Αγαλιώτη (2000) υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις για τη σύνδεση των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών της ανάγνωσης και της γραφής με τη δυσαριθμησία. Οι αναμφισβήτητες ομοιότητες της γλώσσας και των μαθηματικών ως συμβολικών συστημάτων, μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι είναι δύσκολο να είναι ανεξάρτητες οι δυσκολίες στα μαθηματικά από της διαταραχές της ανάγνωσης και της γραφής. Εξάλλου οι δυσκολίες στη γραφή και σύνθεση των αριθμών και συμβόλων σχετίζονται άμεσα με τις δυσκολίες στη γραφή και στη σύνθεση γραμμάτων (δυσλεξία).



Η εκτέλεση πράξεων και η επίλυση προβλημάτων είναι σύνθετες δεξιότητες με πολλά συστατικά στοιχεία (μνήμη, χωρικό προσανατολισμό, κατανόηση εννοιών κλπ.) τα οποία εμπλέκονται και στην επεξεργασία των γλωσσικών συμβόλων (ανάγνωση και γραφή). Επομένως τα συστατικά αυτά στοιχεία δε μπορούν να δυσλειτουργούν μόνο κατά την ενασχόληση του παιδιού με τα μαθηματικά και σε καμιά άλλη περίπτωση.

Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν παιδιά που παρουσιάζουν δυσλεξία να παρουσιάζουν και δυσαριθμησία, και είναι εξαιρετικά μικρό το ποσοστό των μαθητών που παρουσιάζει ειδική μαθησιακή δυσκολία μόνο στα μαθηματικά. Αυτή η χαμηλή μαθηματική επίδοση δεν αντιμετωπίζεται μόνο με επαναλήψεις ή απλή αύξηση του διδακτικού χρόνου, αλλά απαιτεί μια ειδικά σχεδιασμένη διδασκαλία ως προς τις μεθόδους, τα υλικά ή οποιονδήποτε άλλον παράγοντα που περιλαμβάνεται στη διδακτική αλληλεπίδραση.



Στις βασικές αρχές για την αντιμετώπιση και αποκατάσταση των παραπάνω δυσκολιών περιλαμβάνονται:

• Εξατομικευμένο πρόγραμμα και σωστή επιλογή διδακτικών στόχων (βασικές αδυναμίες-ελλείψεις του μαθητή ανεξάρτητα από το επίπεδο της τάξης ή την ύλη του σχολείου).

• Εξασφάλιση της ενεργητικής συμμετοχής του παιδιού, ενίσχυση και κατανόηση των διδακτικών στόχων.

• Ευελιξία στη χρήση διδακτικών μεθόδων και προσαρμογή στο μαθησιακό ύφος του μαθητή.

• Επιδίωξη αυτοματοποίησης στη χρήση διαδικασιών, δεδομένων και γενίκευση.

• Συνεχής παρακολούθηση της προόδου και παροχή άμεσης ανατροφοδότησης στο μαθητή.