Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012


Η σημασία των κινήτρων
Η σημασία των κινήτρων για την εκπαίδευση και τη μάθηση διαφαίνεται απ’
το πόσο έχουν απασχολήσει τους ερευνητές κατά καιρούς.  Ωστόσο,  τα κίνητρα
καλλιεργούνται,  δεν προϋπάρχουν στο άτομο.  Το περιβάλλον ή τα άτομα που το
απαρτίζουν είναι ικανά να δημιουργήσουν κίνητρα. 
Yπάρχουν κίνητρα για μάθηση ακόμα και σε μικρές ηλικίες.  Τα κίνητρα αυτά
μπορούν να αυξηθούν ή/και να μετατραπούν στις περιπτώσεις που χρειάζεται.
Οι γονείς αποτελούν τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή ενός παιδιού και
μέσω αυτής της σχέσης ανταλλάσσονται συναισθήματα,  σκέψεις,  αντιλήψεις και
ιδέες. Η δυνατότητα που έχουν οι γονείς να καλλιεργήσουν κίνητρα στα παιδιά τους
είναι μεγάλη και ανεξάντλητη.  Ακόμα και μέσα από καθημερινές δραστηριότητες,
που δεν σχετίζονται άμεσα με την εκπαίδευση μπορούν να τους δείξουν τη σημασία
της γνώσης και της μάθησης για τη ζωή τους.
Τα παιδιά στην προσχολική ηλικία ή και αργότερα μιμούνται τους ενήλικους,
τους θεωρούν πρότυπα,  και πόσο μάλλον τους γονείς τους.  Μέσα από μια
συμπεριφορά προσανατολισμένη στη μάθηση και στην αγάπη για τη γνώση, οι γονείς, χωρίς να προβαίνουν σε «κηρύγματα» υπέρ των αγαθών της μόρφωσης, μπορούν να οδηγήσουν τα παιδιά προς τη σωστή κατεύθυνση.  Αυτό,  ωστόσο,  θα πρέπει να γίνεται με ειλικρίνεια και όχι επιτηδευμένα γιατί τα παιδιά διαθέτουν την ικανότητα να ξεχωρίσουν το αυθεντικό απ΄ το μη αυθεντικό.
Επιπλέον, οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις που έχουν συχνά οι γονείς απ’ τα
παιδιά τους,  όταν είναι υπερβολικέςείναι ικανές να αναχαιτίσουν τα κίνητρα των
παιδιών για μάθηση. Όταν καλούμαστε να επιτελέσουμε ένα έργο, που γνωρίζουμε
ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να το φέρουμε εις πέρας, τα κίνητρα μας εξαλείφονται
ή μειώνονται.  Κάθε γονιός θα πρέπει να γνωρίζει τις δυνατότητες και τα
ενδιαφέροντα του παιδιού του και να το βοηθά να εξελίσσεται μέσα σε αυτά τα
πλαίσια,  έτσι ώστε οι δυνατότητες αυτές να διευρυνθούν αβίαστα και μέσω της
προσπάθειας του παιδιού και όχι της επιβολής ή της προβολής των επιθυμιών των
γονέων πάνω στο παιδί.
Τέλος,  η είσοδος του παιδιού σε έναν οργανωμένο χώρο εκπαίδευσης,  δεν
είναι πάντα εύκολη, γιατί καλείται να αντιμετωπίσει προκλήσεις και να εγκλιματιστεί
σε ένα νέο περιβάλλον, με άλλες συνθήκες από αυτές που έχει συνηθίσει. 
Οι γονείς,
αρχικά θα πρέπει να προετοιμάσουν το παιδί για αυτή την αλλαγή ώστε να δεχτεί το σχολείο ως ένα μέρος που θα είναι ασφαλές και μπορεί να είναι ο εαυτός του και
έπειτα να το αφήσουν να ανακαλύψει μόνο του τη γνώση και τη συμμετοχή στη
μαθησιακή διαδικασία.  Στις αναζητήσεις του αυτές το παιδί θέλει τους γονείς του
υποστηρικτές και όχι επικριτές, και μέσω αυτής της υποστήριξης θα βρει τα κίνητρα
να συνεχίσει και να χαρεί τη διαδικασία της μάθησης. 
Ο ρόλος των γονέων διαφοροποιείται από αυτόν των εκπαιδευτικών και δεν
θα πρέπει να συγχέεται. Με άλλο τρόπο και σε διαφορετικά πλαίσια εκπαιδευτικοί
και γονείς καλούνται να καλλιεργήσουν κίνητρα στα παιδιά,  αλλά με κοινό στόχο,
την εσωτερική κινητοποίηση για μάθηση.  Οι εκπαιδευτικοί έχουν το χρόνο και τη
δυνατότητα μέσα απ’  την εκπαιδευτική διαδικασία να καλλιεργήσουν κίνητρα για
μάθηση στους μαθητές τους και αυτός πρέπει να είναι ο πρωταρχικός τους στόχος.
Η σχετική με τα κίνητρα βιβλιογραφία προτείνει πως οι εκπαιδευτικοί θα
πρέπει να δημιουργούν ένα επιθυμητό περιβάλλον μάθησης στην αίθουσα,
κατάλληλο για τη διαμόρφωση κίνητρου για μάθηση,  να ελαχιστοποιούν το άγχος
επίδοσης των μαθητών, να κάνουν γνωστές στους μαθητές τις προσδοκίες τους και να
προκαλούν το κίνητρο μάθησης συνδέοντάς το με συγκεκριμένο περιεχόμενο ή
δραστηριότητες που προκαλούν ενθουσιασμό,  ενδιαφέρον,  περιέργεια,  να
σχηματοποιούν στόχους μάθησης, να παρέχουν πληροφοριακή ανατροφοδότηση και
να βοηθούν τους μαθητές να μάθουν με μεταγνωστικές στρατηγικές να ελέγχουν τους
στόχους τους και τις γνωστικές στρατηγικές τους (Brophy, 1991).
Είναι σημαντικό, το φυσικό περιβάλλον να είναι ευχάριστο για τους μαθητές,
ώστε να νιώσουν οικεία και να μπορούν να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στην
εκπαιδευτική διαδικασία στα πλαίσια ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος.  Αν η
αίθουσα είναι χαοτική ή αν οι μαθητές είναι αγχωμένοι, τότε δεν είναι εύκολο ούτε
και πιθανό να κινητοποιηθούν να μάθουν στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Προκειμένου να
κινητοποιηθούν οι μαθητές να μάθουν ο εκπαιδευτικός πρέπει να οργανώσει και να
χειριστεί την αίθουσα ως ένα αποτελεσματικό περιβάλλον μάθησης.  Αυτό
περιλαμβάνει ενθάρρυνση των μαθητών,  υπομονετική υποστήριξη στις μαθησιακές
τους προσπάθειες και να τους αφήνει να νιώθουν άνετα να μπορούν να εκφραστούν
χωρίς φόβο και χωρίς να νιώθουν ότι θα κριθούν για τα λάθη τους.
Ένας άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τους μαθητές
είναι το κατάλληλο επίπεδο πρόκλησης/δυσκολίας.  Οι μαθητές θα βαρεθούν αν οι
δραστηριότητες είναι πολύ εύκολες και θα αισθανθούν ματαίωση αν είναι πολύ
δύσκολες. Θα είναι στο μεγαλύτερο βαθμό κινητοποιημένοι απ’  τις δραστηριότητες
που τους επιτρέπουν να επιτύχουν υψηλά επίπεδα επίτευξης όταν καταβάλλουν
λογική προσπάθεια. Η επιτυχία αυτού του σκοπού, όμως,  επιτυγχάνεται μόνο αν τα
αντικείμενα μάθησης έχουν νόημα για τους μαθητές. Οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να
επιλέγουν δραστηριότητες που διδάσκουν κάποια γνώση ή δεξιότητα που έχει αξία
μάθησης, είτε για την ίδια της τη φύση είτε γιατί οδηγεί ένα βήμα παραπέρα για την
απόκτηση νέων και πιο σύνθετων στόχων. Δεν είναι λογικό να περιμένουμε από τους
μαθητές να είναι κινητοποιημένοι για μάθηση αν συνεχώς περιμένουμε απ’ αυτούς να
εξασκούν δεξιότητες που τις έχουν ήδη κατακτήσει, να απομνημονεύουν στείρα, και
όχι για σημαντικούς λόγους, να αντιγράφουν ορισμούς που δεν θα χρησιμοποιηθούν
ποτέ στην καθημερινότητά τους, ή να επεξεργάζονται υλικό που δεν έχει νόημα για
του μαθητές επειδή είναι αφηρημένο ή ξένο προς τις εμπειρίες τους.
Η έρευνα στο κίνητρο επίτευξης έχει δείξει πως η προσπάθεια και η επιμονή
είναι ισχυρότερες στα άτομα που θέτουν στόχους μετρίου επιπέδου δυσκολίας, που
έχουν πειστεί για την επιμονή στους στόχους αυτούς και που συγκεντρώνονται όχι
στην αποφυγή αποτυχίας αλλά στην επίτευξη επιτυχίας.  Έρευνες στις αντιλήψεις
αποτελεσματικότητας έχουν δείξει πως η προσπάθεια και η επιμονή είναι ισχυρότερες
στα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν την αποτελεσματικότητα που χρειάζεται για να
επιτύχουν στη δραστηριότητα παρά στα άτομα που έχουν έλλειψη
αυτοαποτελεσματικότητας.  Έρευνες για τους αιτιολογικούς προσδιορισμούς
απόδοσης δείχνουν πως η προσπάθεια και η επιμονή είναι ισχυρότερη στα άτομα που
αποδίδουν την απόδοσή τους σε εσωτερικούς και ελέγξιμούς παράγοντες παρά σ’
αυτούς που την αποδίδουν σε εξωτερικούς και μη ελέγξιμους.  Συγκεκριμένα,  η
καλύτερη επίδοση σχετίζεται με την τάση απόδοσης της επιτυχίας σε ένα συνδυασμό
από ικανότητα, με λογική προσπάθεια και μια τάση απόδοσης αποτυχίας είτε σε μη
ικανοποιητική προσπάθεια ή σε σύγχυση σχετικά με το τι πρέπει να κάνει ο μαθητής
ή επιμονή σε μια μη κατάλληλη στρατηγική για να το κάνει (Brophy, 1987).
Βασισμένοι σε αυτές τις παραδοχές οι εκπαιδευτικοί μπορούν να οργανώσουν
τη διδασκαλία τους με τρόπο τέτοιο ώστε να αυξηθούν τα κίνητρα των μαθητών τους
για μάθηση. Ο απλούστερος τρόπος να βεβαιωθούν οι μαθητές ώστε να προσδοκούντην επιτυχία είναι η διαβεβαίωση ότι θα επιτύχουν δουλεύοντας με συνέπεια.  Οιεκπαιδευτικοί μπορούν να δουλέψουν εξατομικευμένα και κινούμενοι με μικρά βήματα, προετοιμάζοντας τους μαθητές τους κατάλληλα για κάθε νέο βήμα ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν χωρίς σύγχυση ή ματαίωση. Σημειώνεται πως τα επίπεδα επιτυχίας των μαθητών εξαρτώνται όχι μόνο από τη δυσκολία της δραστηριότητας, αλλά και απ’ το βαθμό στο οποίο οι εκπαιδευτικοί προετοιμάζουν τους μαθητές για τη δραστηριότητα μέσω καθοδήγησης και ανατροφοδότησης. Στο πλαίσιο αυτό είναι σημαντική και η στοχοθεσία,  η αξιολόγηση απόδοσης και αυτοενδυναμωτικές δραστηριότητες.  Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να βοηθά τους μαθητές να μάθουν να θέτουν στόχους και να δεσμεύονται σ’  αυτούς.  Αποτελεσματικότεροι είναι οι πιο κοντινοί παρά οι μακρινοί στόχοι,  οι συγκεκριμένοι παρά οι γενικευμένοι,  οι προκλητικοί παρά οι πολύ εύκολοι ή οι πολύ δύσκολοι.  Θα πρέπει επιπλέον να παρέχει συγκεκριμένη και λεπτομερή ανατροφοδότηση, βοηθώντας τους μαθητές να χρησιμοποιήσουν τα σωστά κριτήρια για να κρίνουν την επίδοσή τους,  ώστε να μπορούν να αναγνωρίζουν τις επιτυχίες τους και να αυτοενδυναμώνονται για τις προσπάθειες τους. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία οι μαθητές καθοδηγούνται ώστε να αναγνωρίζουν τη σύνδεση ανάμεσα σε προσπάθεια και αποτέλεσμα. Οι εκπαιδευτικοί είναι σε θέση να σχηματοποιήσουν τους τρόπους με τους οποίους οι μαθητές βλέπουν την επίδοσή τους,  τι θεωρούν ως επιτεύξιμο με λογική προσπάθεια, καθώς ορίζουν αυτή την επίτευξη ως επιτυχία, και καθώς αποδίδουν την επιτυχία στις προσπάθειες τους.
Είναι πιθανό οι γνώσεις ή οι δεξιότητες που αναπτύσσονται από μια
ακαδημαϊκή δραστηριότητα να είναι χρήσιμες στους μαθητές και να τις
χρησιμοποιήσουν και σε δικές τους προσωπικές ανάγκες παρέχοντας ένα εισιτήριο
κοινωνικής αναγνώρισης ή ετοιμάζοντάς τους για επιτυχία στην επαγγελματική ή στη
ζωή γενικότερα. Αυτός ο χαρακτήρας των δραστηριοτήτων θα πρέπει να τονιστεί απ’
τους εκπαιδευτικούς, ώστε οι μαθητές να δουν τις συνδέσεις μεταξύ εκπαίδευσης και
ζωής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου