Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Νέο διαγνωστικό τεστ για δυσλεξία

Νέα Υόρκη — Νέο διαγνωστικό τεστ προβλέπει με ακρίβεια πάνω από 90%, ποια παιδιά με δυσλεξία θα καταφέρουν να μάθουν να διαβάζουν σε ορίζοντα τριετίας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS).

Το επίτευγμα, που αποτελεί προϊόν έρευνας διεθνούς επιστημονικής ομάδας, ανοίγει νέες προοπτικές για την καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση της μαθησιακής δυσκολίας.

Στην έρευνα, συμμετείχαν επιστήμονες από τα Πανεπιστήμια του Στάνφορντ (Ιατρική Σχολή), του Βάντερμπιλτ και του ΜΙΤ των ΗΠΑ, του Τζιβάσκιλα της Φινλανδίας και της Υόρκης της Βρετανίας.

Οι ερευνητές, με τη βοήθεια λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI), μελέτησαν τον εγκέφαλο 45 παιδιών και εφήβων, ηλικίας 7 έως 16 ετών, από τους οποίους οι 25 κρίθηκαν δυσλεκτικοί ύστερα από μια σειρά τεστ.

Συγκρίνοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα στις δύο ομάδες, οι επιστήμονες εντόπισαν μια σειρά από διακριτά πρότυπα εγκεφαλικής ενεργοποίησης σε ορισμένα δυσλεκτικά παιδιά. Ελέγχοντας μετά την πάροδο τριών ετών τα ίδια παιδιά, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι όσα από αυτά είχαν τα συγκεκριμένα ασυνήθιστα εγκεφαλικά πρότυπα λειτουργίας, ήταν πιθανότερο να έχουν μάθει να διαβάζουν σε σχέση με τους υπόλοιπους δυσλεκτικούς.

Τα συμβατικά τεστ ανάγνωσης και γραφής ήταν αδύνατο να κάνουν ανάλογη πρόβλεψη για το ποια παιδιά τελικά θα κατάφερναν να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους.

Η δυσλεξία είναι μια εγκεφαλική δυσλειτουργία, που δυσχεραίνει την ανάγνωση, τη γραφή ή την προφορά των λέξεων, με συνέπεια να δημιουργούνται προβλήματα στην μετέπειτα ζωή του ατόμου. Περίπου ένα στα πέντε παιδιά με σοβαρή δυσλεξία μαθαίνει τελικά να διαβάζει κανονικά μέχρι την ενηλικίωσή του.

Οι επιστήμονες μέχρι τώρα ουσιαστικά δεν ξέρουν γιατί μερικά δυσλεκτικά παιδιά τα καταφέρνουν καλύτερα από άλλα.

Η νέα μελέτη, που ανήκει στο ανερχόμενο πεδίο της «εκπαιδευτικής νευροεπιστήμης», επειδή αξιοποιεί τα πορίσματα τόσο της νευροεπιστήμης όσο και της εκπαιδευτικής έρευνας, φαίνεται πιο αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος σε σχέση με τα σημερινά τυποποιημένα τεστ, όσον αφορά την πρόβλεψη της εξέλιξης της δυσλεξίας.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι, όπως έδειξε η έρευνά τους, τα παιδιά με δυσλεξία διαφέρουν το ένα από το άλλο και οι εγκέφαλοί τους έχουν ξεχωριστά πρότυπα δραστηριότητας. Συνεπώς, προκύπτει μια διαφορετική πρόβλεψη για την πρόοδό τους κατά τα επόμενα χρόνια.

Οι ενδείξεις, όπως είπαν, συνηγορούν ότι όσα παιδιά -για άγνωστο λόγο- μπορούν να μεταφέρουν περισσότερες γλωσσικές λειτουργίες από το αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο στο δεξί, έχουν περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν το πρόβλημα της δυσλεξίας.

Η υπεύθυνη της έρευνας Δρ Φουμίκο Χεφτ δήλωσε ότι «ελπίζουμε πως θα μπορέσουμε να διακρίνουμε εκείνα τα (δυσλεκτικά) παιδιά που θα τα πάνε καλύτερα στο μέλλον», πρόσθεσε πάντως ότι «θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες πριν η νέα τεχνική είναι κλινικά χρήσιμη, αποτελεί όμως ένα τεράστιο βήμα προόδου».